- ζεβζέκης, -α
- ζεβζέκης, -α και -ισσα, -ικο (λ. τουρκ.)1. ελαφρόμυαλος, ανόητος, παλαβός.2. ανυπότακτος, απείθαρχος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.